- ἱμαντόδετος
- ἱμαντό-δετος, ον,A bound with thongs, gloss on τρητοῖσι, Sch.Od.1.440.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιμαντόδετος — ἱμαντόδετος, ον (Α) δεμένος με ιμάντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, άντος + δετος (< δετός < δέω), πρβλ. λινό δετος, σχοινό δετος] … Dictionary of Greek
ἱμαντοδέτοις — ἱμαντόδετος bound with thongs masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱμαντοδέτων — ἱμαντόδετος bound with thongs masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱμαντόδετα — ἱμαντόδετος bound with thongs neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιμάντας — Όργανο σε σχήμα ατέρμονης ταινίας, το οποίο χρησιμοποιείται για να μεταδίδει την περιστροφική κίνηση από έναν άξονα σε έναν άλλο. Για τον σκοπό αυτό, o ι. αναπτύσσει τριβή πάνω σε τροχαλίες που συνδέονται σταθερά με τους άξονες. Η κινητήρια… … Dictionary of Greek